πετρορριφης

πετρορριφης
    πετρορριφής
    πετρο-ρρῐφής
    2
    сброшенный со скалы Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πετρορριφης" в других словарях:

  • πετρορριφής — ές, Α γκρεμισμένος από βράχο («πετρορριφῆ θανεῑν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ρριφής (< ῥιφή < ῥίπτω), πρβλ δημο ρριφής] …   Dictionary of Greek

  • πετρορριφῆ — πετρορριφής hurled from a rock neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πετρορριφής hurled from a rock masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πετρορριφής hurled from a rock masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»